κομφορμιστής

κομφορμιστής
ο, θηλ. κομφορμίστρια
1. αυτός που υιοθετεί τον κομφορμισμό
2. άτομο που εναρμονίζει τη συμπεριφορά, τη δράση και τη σκέψη του με τις συνήθειες και τις πρακτικές μιας ομάδας ή, γενικότερα, τού κοινωνικού περιβάλλοντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. γαλλ. conformiste < γαλλ. ρ. conformer < λατ. conformo, «διαμορφώνω, σχηματίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κομφορμιστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που ακολουθεί τον κομφορμισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κομφορμισμός — Η τάση του ατόμου να προσαρμόζεται στους ρυθμούς της ομάδας στην οποία ανήκει. Ο ρυθμός, αντίστοιχα, ορίζεται ως ο τύπος συμπεριφοράς που επικρατεί ευρύτατα μέσα σε μια δεδομένη ομάδα, όπου η μη τήρησή του συνεπάγεται κυρώσεις (παραδείγματος… …   Dictionary of Greek

  • Ίψεν, Χένρικ — (Henrik Ibsen,Σεν 1828 – Όσλο 1906). Νορβηγός θεατρικός συγγραφέας. Ύστερα από μια οδυνηρή παιδική ηλικία και αφού αναγκάστηκε να ασκήσει διάφορα επαγγέλματα, το 1848, σε ηλικία μόλις είκοσι ετών, έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργο με τον τίτλο… …   Dictionary of Greek

  • Μπεναβέντε, Χαθίντο — (Jacinto Benavente, Μαδρίτη 1866 – 1954). Ισπανός θεατρικός συγγραφέας. Δημιουργικότατος και εκλεκτικός, ο Μ. υπήρξε στη νεότητά του η ελπίδα του ισπανικού θεάτρου για μια ανανέωση που θα του έδινε πάλι την ευρωπαϊκή αίγλη και σημασία του· με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”