- κομφορμιστής
- ο, θηλ. κομφορμίστρια1. αυτός που υιοθετεί τον κομφορμισμό2. άτομο που εναρμονίζει τη συμπεριφορά, τη δράση και τη σκέψη του με τις συνήθειες και τις πρακτικές μιας ομάδας ή, γενικότερα, τού κοινωνικού περιβάλλοντος.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. γαλλ. conformiste < γαλλ. ρ. conformer < λατ. conformo, «διαμορφώνω, σχηματίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.